προβολή

προβολή
προβολ-ή, , ([etym.] προβάλλω)
A putting forward, esp. of a weapon for defence, τὰ δόρατα εἰς προβολὴν καθιέναι to bring the spears to the rest, couch them, X.An.6.5.25 (nisi leg. προσβολήν)

; [τὰ δόρατα] ἀποτεῖναι ἐς π. Arr.An.1.6.2

;

κοντοὺς ὀρθοὺς ὡς ἐς π. φέροντες Id.Tact.43.2

; ἵστανται ἐς π. ib.36.3; ἐν προβολᾷ θεμένα ξίφος bringing it to the guard, AP7.433 (Tymn.); ὁπλίτας ἑστῶτας ἐν π. standing with spear in rest, Plu.Caes.44, cf. Plb.2.65.11; ὑπελθεῖν τὴν π. τοῦ πολεμίου get under his guard, D.H.3.19; of a pugilist,

δοχμὸς ἀπὸ π. κλινθείς Theoc.22.120

;

παγκρατίου προβολὰν διδάξαι IG42(1).122.53

(Epid., iv B.C.), cf.7.2470.3 (Thebes, iv/iii B.C.); Carneades προβολὴν pugilis . . similem facit

ἐποχῇ Cic.Att.13.21.3

; ἀνέχοντες ἐν π. τὰς χεῖρας, of long-distance runners, Philostr.Gym.32; ἡ π. τῶν χειρῶν, of boxers, ib.34;

αἱ π. τοῦ σώματος X.Cyn.10.22

; ἡ τῆς φάλαγγος π. the phalanx with its pikes couched, Plb.18.30.1;

αἱ τῶν θυρεῶν π. Id.1.22.10

, cf. Arr.Tact.37.5; of the legs, putting foremost, Arist.IA706a6.
2 putting forth,

βλαστοῦ Gp.5.25.1

.
3 putting forward of a plea or case, Hermog.Stat.4, al.
II projection, prominence,

ἡ π. τοῦ χείλεος Hp.Art.8

, etc.; τῆς κεφαλῆς a prominence of the skull, Id.VC1;

τῆς γλώσσης Aret.SA1.7

; π. ἀπὸ τοῦ χείλεος, of an elephant's trunk, Id.SD2.13, cf. Ael.NA5.41.
2 jutting rock, foreland, or tongue of land, S.Ph.1455 (anap., prob. for προβλής)

ἐπὶ προβολῇσι θαλάσσης Q.S.9.378

, cf. D.P.1013, Plb.1.53.10; Νειλορύτου δῶρον ἀπὸ π., i.e. from the Delta of the Nile, AP9.350 (Leon.Alex.); also the spurof a hill, Plu.Crass.22.
3 head of a spear or

κέστρος 11

, Plb.18.29.3, 27.11.2.
4 projecting bridge, Id.3.46.4.
5 projection of a weapon from the soldier's body, Ael.Tact.14.3.
6 advanced body of cavalry, Arr.Tact.40.2, al.
7 rope for lowering buckets, PFlor.153 (iii A.D.), etc.
III thing held before one as a defence, screen, bulwark,

π. μεγάλη τῆς χώρας X.Mem.3.5.27

; of the eyebrows, Id.Cyn.5.26;

τοῦ ὄμματος Arist.GA780b23

;

ὅπως ᾖ π. τοῖς . . σπλάγχνοις [τὸ νῶτον] Id.PA672a17

: c.gen. objecti, defence against . . ,

δείματος π. καὶ βελέων S.Aj.1212

(lyr.);

θανάτου E.Or.1488

(lyr.);

καυμάτων Pl.Ti.74b

; τοῦ ἡλίου, τῶν ἀνέμων, τοῦ ψύχους, Thphr.CP2.7.4, 3.10.4, 5.13.3; πρὸς τοὺς χειμῶνας ib.3.7.2.
2 protection,

τὰ προβολῆς ἕνεκα εἰργασμένα Pl.Plt.288b

; π. ἔχειν, of plants, Thphr.CP3.20.5;

προβεβλημένοι τὴν γαμικὴν π. Dam.Isid.160

.
3 front of a horse's hoof, Hippiatr.123.
IV proposal of a person's name for election, Pl. Lg.765b, SIG976.10 (Samos, ii B.C.), CPR20.8 (iii A.D.), Cod.Just. 10.11.8.4, al., Ps.-Ptol.Centil.83.
V as law-term, a form of public process by presentation of a case to the assembly, D.21.193: pl., ib.11, Lex ib.8, 10;

τῶν συκοφαντῶν π. ἐποιησάμεθα Aeschin.2.145

, cf. X. HG1.7.35, Isoc.15.314, Arist.Ath.43.5, 59.2, Harp. s.v. καταχειροτονία.
VI advance, loan, PSI6.666.10 (iii B.C.); π. εἰς τὸ ζῆν financial provision, means of livelihood, gloss on ἀφορμή, Sch.E. Med.342.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προβολή — putting forward fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβολή — Ο όρος χρησιμοποιείται στα μαθηματικά σε διάφορες περιπτώσεις, ιδιαίτερα μάλιστα στη γεωμετρία. 1. Αν ε, η είναι δύο ευθείες, όχι παράλληλες σε ένα επίπεδο Ε, τότε ονομάζεται προβολή ενός σημείου Μ του επιπέδου Ε πάνω στην ευθεία ε παράλληλα με… …   Dictionary of Greek

  • προβολή — η 1. προέκταση, προεξοχή: Προβολή της κάτω γνάθου. 2. εμφάνιση φωτεινών εικόνων σε πανί: Η προβολή του έργου αρχίζει σε λίγο. 3. προσπάθεια ανάδειξης ατόμου, προϊόντος κτλ., με τη συνεχή δημόσια γνωστοποίηση των θετικών χαρακτηριστικών του:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προβολῇ — προβολῆι , προβολεύς producer masc dat sg (epic ionic) προβολή putting forward fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στερεογραφική προβολή — (Γεωδ. Χαρτογρ.). Αζιμουθιακή προοπτική, που έχει το προβολικό κέντρο πάνω στη σφαίρα και στο εκ διαμέτρου αντίθετο σημείο από το σημείο επαφής του προβαλλόμενου επίπεδου. Ιδιότητες της σ. π. είναι οι εξής: Η προβολή περιφέρειας που διέρχεται από …   Dictionary of Greek

  • κεφαλική προβολή — Η θέση του εμβρύου κατά τη διάρκεια του τοκετού, όπου κατά τη δίοδό του από τον πυελογεννητικό σωλήνα προβάλλει από τον κόλπο πρώτη η κεφαλή. Είναι η συνηθέστερη θέση και αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για έναν ομαλό και φυσιολογικό τοκετό …   Dictionary of Greek

  • ПУБЛИЧНОЕ ХОДАТАЙСТВО —    • Προβολή,          форма жалобы, при которой жалобщик, прежде чем лично обратиться к подлежащему суду, старается достигнуть предрешения самодержавного народа. Тогда как при эйсангелии (см. Ει̉σαγγελία, Эйсангелия) народ мог сам, по своему… …   Реальный словарь классических древностей

  • προβολαῖς — προβολή putting forward fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβολαῖσι — προβολή putting forward fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβολαί — προβολή putting forward fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβολᾷ — προβολή putting forward fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”